Το πράσινο τσάι, που η κατανάλωσή του πρωτοεμφανίστηκε στην Κίνα και την Ινδία, φημίζεται για τα οφέλη του στην υγεία για πολλούς αιώνες παγκοσμίως. Το τσάι είναι το πιο ευρέως καταναλισκόμενο ρόφημα, μετά από το νερό. Ωστόσο, το 78% του τσαγιού που καταναλώνεται παγκοσμίως είναι μαύρο και μόνο περίπου το 20% είναι πράσινο. Όλοι οι τύποι τσαγιού, εκτός από το τσάι από βότανα, παρασκευάζονται από τα αποξηραμένα φύλλα του θάμνου Camellia sinensis. Το επίπεδο οξείδωσης των φύλλων καθορίζει τον τύπο του τσαγιού. Το πράσινο τσάι παρασκευάζεται από μη οξειδωμένα φύλλα και είναι ένας από τους λιγότερο επεξεργασμένους τύπους τσαγιού. Περιέχει λοιπόν τα περισσότερα αντιοξειδωτικά και ευεργετικές πολυφαινόλες.
Το πράσινο τσάι χρησιμοποιούταν στην παραδοσιακή κινεζική και ινδική ιατρική για τον έλεγχο της αιμορραγίας και την επούλωση πληγών, στην πέψη, στην βελτίωση της καρδιακής και ψυχικής υγείας και στην ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι το πράσινο τσάι μπορεί δυνητικά να έχει θετικά αποτελέσματα σε όλα, από την απώλεια βάρους έως τις ηπατικές διαταραχές, τον διαβήτη τύπου 2 και τη νόσο του Alzheimer. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι απαιτούνται περισσότερα στοιχεία και έρευνες για την οριστική απόδειξη αυτών των ωφελειών.
Πιθανώς να προλαμβάνει τον καρκίνο
Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου στις ΗΠΑ, οι πολυφαινόλες στο τσάι έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν την ανάπτυξη όγκων σε μελέτες δοκιμαστικού σωλήνα και μελέτες σε ζώα και μπορεί να προστατεύσουν από βλάβες που προκαλούνται από την υπεριώδη ακτινοβολία UVB. Σε χώρες όπου η κατανάλωση πράσινου τσαγιού είναι υψηλή, τα ποσοστά καρκίνου τείνουν να είναι χαμηλότερα, αλλά είναι αδύνατο να γνωρίζουμε με βεβαιότητα εάν είναι το πράσινο τσάι που αποτρέπει τον καρκίνο σε αυτούς τους συγκεκριμένους πληθυσμούς ή άλλους παράγοντες του τρόπου ζωής.
Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει επίσης τις θετικές επιπτώσεις του πράσινου τσαγιού στον καρκίνο του στήθους, της ουροδόχου κύστης, του προστάτη, των ωοθηκών, του παχέως εντέρου, του οισοφάγου, του στομάχου, του δέρματος και των πνευμόνων. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι είναι το υψηλό επίπεδο πολυφαινολών στο τσάι είναι αυτό που βοηθά να στην μείωση της ανάπτυξης των καρκινικών κυττάρων. Ωστόσο, οι ακριβείς μηχανισμοί με τους οποίους το τσάι αλληλεπιδρά με καρκινικά κύτταρα είναι άγνωστοι. Η ποσότητα του τσαγιού που απαιτείται για τις προληπτικές δράσεις δεν έχει διαπιστωθεί και οι μελέτες υποδεικνύουν από 2 έως 10 φλιτζάνια την ημέρα. Ωστόσο, τα στοιχεία δεν είναι αρκετά.
Ενισχύει την καρδιακή υγεία
Μια μελέτη του 2006 που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Medical Association κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση πράσινου τσαγιού σχετίζεται με μειωμένη θνησιμότητα που οφείλεται σε καρδιαγγειακά νοσήματα. Η μελέτη παρακολούθησε περισσότερους από 40.000 Ιάπωνες συμμετέχοντες μεταξύ 40 και 79 ετών για 11 χρόνια, ξεκινώντας από το 1994. Οι συμμετέχοντες που έπιναν τουλάχιστον 5 φλιτζάνια πράσινο τσάι την ημέρα είχαν σημαντικά χαμηλότερη θνησιμότητα που οφειλόταν σε καρδιαγγειακές παθήσεις, συγκριτικά με τα άτομα που έπιναν λιγότερο από ένα φλιτζάνι τσάι την ημέρα.
Μειώνει την εμφάνιση Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2
Σύμφωνα με μελέτες, φαίνεται πως τα άτομα που καταναλώνουν καθημερινά πράσινο τσάι έχουν μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, σε σχέση με τα άτομα που δεν κατανάλωναν ποτέ. Ωστόσο, δεν έχει βρεθεί που οφείλονται αυτά τα αποτελέσματα και απαιτούνται περισσότερες μελέτες.
Βοηθάει στις φλεγμονώδεις παθήσεις του δέρματος
Μια μελέτη του 2007 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πράσινο τσάι θα μπορούσε να είναι μια νέα υποσχόμενη θεραπεία για δερματικές διαταραχές όπως η ψωρίαση και η πιτυρίδα. Οι ερευνητές μελέτησαν ένα ζωικό μοντέλο για φλεγμονώδεις δερματικές παθήσεις, που συχνά χαρακτηρίζονται από μπαλώματα ξηρού, κόκκινου, γεμάτου νιφάδες δέρματος που προκαλούνται από τη φλεγμονή και την υπερπαραγωγή των κυττάρων του δέρματος. Εκείνοι που έλαβαν πράσινο τσάι παρουσίασαν βραδύτερη ανάπτυξη των κυττάρων του δέρματος και ρύθμιση των συμπτωμάτων.
Μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον
Όχι μόνο το πράσινο τσάι μπορεί να βελτιώσει τη λειτουργία του εγκεφάλου βραχυπρόθεσμα, μπορεί επίσης να προστατεύσει τον εγκέφαλο μεγαλώνοντας. Η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι η πιο κοινή νευροεκφυλιστική ασθένεια και η πιο κοινή αιτία άνοιας σε ηλικιωμένα άτομα. Η νόσος Πάρκινσον είναι άλλη μια κοινή νευροεκφυλιστική ασθένεια και περιλαμβάνει τη δυσλειτουργία ή απώλεια των νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη στον εγκέφαλο. Αρκετές μελέτες δείχνουν ότι οι ενώσεις κατεχίνης στο πράσινο τσάι μπορούν να έχουν διάφορες προστατευτικές επιδράσεις στους νευρώνες σε δοκιμαστικούς σωλήνες και σε ζωικά μοντέλα, μειώνοντας ενδεχομένως τον κίνδυνο εμφάνισης Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον. Ωστόσο, συστήνεται περαιτέρω έρευνα για πιο σαφή αποτελέσματα.
Βοηθάει στην στοματική υγεία
Οι κατεχίνες στο πράσινο τσάι έχουν επίσης οφέλη για την στοματική υγεία. Μελέτες σε δοκιμαστικό σωλήνα υποδηλώνουν ότι οι κατεχίνες μπορούν να καταστέλλουν την ανάπτυξη βακτηρίων, μειώνοντας δυνητικά τον κίνδυνο λοιμώξεων. Το Streptococcus mutans είναι ένα κοινό βακτήριο στο στόμα που προκαλεί σχηματισμό πλάκας και συμβάλλει σημαντικά στην εμφάνιση τερηδόνα. Μελέτες δείχνουν ότι οι κατεχίνες στο πράσινο τσάι μπορούν να εμποδίσουν την ανάπτυξη στοματικών βακτηρίων στο εργαστήριο, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η κατανάλωση πράσινου τσαγιού έχει παρόμοια αποτελέσματα. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι το πράσινο τσάι μπορεί να μειώσει την κακή αναπνοή.
Έχει παρενέργειες η κατανάλωσή του;
Υπάρχουν ελάχιστες έως καθόλου γνωστές παρενέργειες ή αντενδείξεις για την κατανάλωση πράσινου τσαγιού για ενήλικες. Ωστόσο, πρέπει να καταστούν σαφείς οι ακόλουθοι κίνδυνοι:
- Ευαισθησία στην καφεΐνη: άτομα με σοβαρή ευαισθησία στην καφεΐνη θα μπορούσαν να παρουσιάσουν αϋπνία, άγχος, ευερεθιστότητα, ναυτία ή διαταραχή του στομάχου.
- Αλληλεπίδραση με αντιπηκτική αγωγή: όσοι λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή, πρέπει να πίνουν πράσινο τσάι με προσοχή λόγω της περιεκτικότητάς του σε βιταμίνη Κ.
Καταληκτικά, το πράσινο τσάι παρέχει πολλά οφέλη στην υγεία. Δεν αναφέρεται στη βιβλιογραφία η ακριβής ποσότητα που πρέπει να καταναλώνεται, επομένως συστήνεται με μέτρο λόγω της περιεκτικότητάς του σε καφεΐνη.